Τις τελευταίες δεκαετίες η οικονομική παιδεία (financial literacy) συγκεντρώνει όλο και περισσότερο ερευνητικό ενδιαφέρον με τους ειδικούς να επισημαίνουν τη δυνατότητά της να οδηγεί σε αποτελεσματικότερες οικονομικές αποφάσεις.
Δεδομένης της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης πολλών χωρών μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η ανάγκη για οικονομικό εγγραματισμό καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική. Μέσω των οικονομικών γνώσεων μπορεί κανείς να επιτύχει υψηλότερα επίπεδα πλούτου. Επίσης, μπορεί να τον κατανείμει καλύτερα σε αγαθά και υπηρεσίες με τέτοιον τρόπο, ώστε να τον εκμεταλλευτεί στο έπακρο.
Πριν ξεκινήσουμε όμως να εξερευνούμε τους τρόπους με τους οποίους μπορεί η οικονομική παιδεία να βελτιώσει τις αποφάσεις μας, πρέπει πρώτα να την ορίσουμε. Ένας περιεκτικός ορισμός που τονίζει τόσο τις οικονομικές γνώσεις, όσο και την ικανότητα που έχει κανείς να τις εφαρμόζει στην πράξη έχει δοθεί από τον Remund (2010, σ. 284) και αναφέρεται στην οικονομική παιδεία ως:
“Ένα μέτρο του βαθμού στον οποίο ένα άτομο κατανοεί βασικές οικονομικές έννοιες και έχει την ικανότητα και την αυτοπεποίθηση να διαχειρίζεται τα προσωπικά οικονομικά του μέσω κατάλληλων βραχυπρόθεσμων αποφάσεων και λογικού μακροπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού και παράλληλα να λαμβάνει υπόψη σημαντικά γεγονότα στη ζωή και τις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες.”
Η χρησιμότητα της οικονομικής παιδείας και των Συμπεριφορικών Οικονομικών στη βελτίωση των οικονομικών αποφάσεων
Οι οικονομικές γνώσεις μπορούν να βελτιώσουν τις αποφάσεις των ανθρώπων ενισχύοντας την συναίσθησή τους σχετικά με μερικά συνηθισμένα συμπεριφορικά σφάλματα στα οποία είναι συχνά επιρρεπείς. Ο Estelami (2009) υποστηρίζει πως τα προγράμματα οικονομικής εκπαίδευσης μπορούν να περιορίσουν συνήθη σφάλματα, όπως η «υπερβολική προεξόφληση» (hyperbolic discounting), η «υπερφόρτωση της βραχυπρόθεσμης μνήμης» (short-term memory overload), η «αγκίστρωση» (anchoring effect), οι ανακριβείς αντιλήψεις σχετικά με τον κίνδυνο και η «νοητική λογιστική» (mental accounting).
Σύμφωνα με τους Loerwald και Stemmann (2016), όταν οι άνθρωποι έχουν υπόψη τους τέτοιου είδους σφάλματα που τείνουν να κάνουν στις αποφάσεις τους, μπορούν να τα αποφύγουν πιο εύκολα. Τέλος, η σπουδαιότητα της οικονομικής εκπαίδευσης έχει επισημανθεί και από τους Altman (2012) και Shen (2014), ο οποίος κάνει αναφορά στην υπερβολική αυτοπεποίθηση (overconfidence), την «αγκίστρωση» (anchoring effect) και το αποτέλεσμα της πλαισίωσης-διατύπωσης (framing effect).
Ένα άλλο συχνό και σοβαρό λάθος είναι η διακράτηση ελλιπώς διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου, δηλαδή ενός χαρτοφυλακίου στο οποίο υπάρχει μεγάλη έκθεση στον κίνδυνο επιμέρους περιουσιακών στοιχείων (π.χ. 40% της αξίας του χαρτοφυλακίου σε μετοχές μιας και μόνο εταιρείας). Η σημασία της διαφοροποίησης για την μείωση του κινδύνου έχει αναγνωριστεί εδώ και πολύ καιρό από τους ειδικούς, ενώ ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό έχει παίξει το επιστημονικό έργο του Harry Markowitz –βραβευμένου με το Νόμπελ οικονομικών το 1990*. Παρόλα αυτά, έρευνες έχουν δείξει πως πολλά νοικοκυριά και μεμονωμένοι επενδυτές έχουν στην κατοχή τους ελλιπώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.
Τα θετικά νέα είναι πως με βάση εμπειρικά στοιχεία άτομα με καλύτερες οικονομικές γνώσεις κρατούν καλύτερα διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια (Goetzmann και Kumar, 2008. Calvet, Campbell και Sodini, 2007. Guiso και Jiappelli, 2009. Abreu και Mendes, 2010. Kimball και Shumway, 2010).
Η δύσκολη πορεία προς τις καλές οικονομικές αποφάσεις
Βέβαια, όπως υπογραμμίζει ο Estelami (2009), η γνώση οικονομικών ζητημάτων δεν εγγυάται την επιτυχία στις αντίστοιχες αποφάσεις, καθώς τα διάφορα συμπεριφορικά σφάλματα συχνά φαίνεται να επηρεάζουν όχι μόνο τους λιγότερο οικονομικά εγγράματους, αλλά ακόμη και τους ειδήμονες της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επιστήμης.
Ο πατέρας της Σύγχρονης Θεωρίας Χαρτοφυλακίου, που συναντήσαμε μόλις λίγο νωρίτερα, Harry Markowitz, έχει παραδεχθεί πως χρησιμοποίησε τον «ευρετικό» κανόνα (heuristics) 1/Ν ή αλλιώς «αφελή διαφοροποίηση» (naive diversification). Με λίγα λόγια, έδωσε ίσα βάρη σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του χαρτοφυλακίου του, χωρίς να λάβει υπόψη τις συσχετίσεις μεταξύ των αποδόσεών τους. Την απόφασή του αυτή απέδωσε στην «αποστροφή μετάνοιας» (regret aversion):
«Η πρόθεσή μου ήταν να ελαχιστοποιήσω τις μελλοντικές μου τύψεις κι έτσι χώρισα το συνταξιοδοτικό μου πρόγραμμα 50/50 μεταξύ ομολόγων και μετοχών» (Mitra, 2003. Pompian, 2012).
Συμπεράσματα
Η οικονομική παιδεία και η γνώση των γνωστικών σφαλμάτων είναι βασικοί παράγοντες που μπορούν να συνεισφέρουν σε μια πιο εύπορη ζωή. Βέβαια, η μάχη απέναντι στις κακές οικονομικές αποφάσεις δεν είναι εύκολη για κανέναν μας.
Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι γνώσης στην οικονομική παιδεία και τα Συμπεριφορικά Οικονομικά (το οποίο ας ελπίσουμε ότι έχετε ήδη αρχίσει ακολουθώντας κάποιους από τους συναρπαστικούς συνδέσμους στο παρόν άρθρο).
Με αυτόν τον τρόπο, την επόμενη φορά που θα αγοράσετε ένα αυτοκίνητο των 20.000€ και θα κληθείτε να αποφασίσετε αν θέλετε να πάρετε μαζί κι όλα αυτά τα καταπληκτικά εξαρτήματα και extras αξίας 2.000€ (γιατί «ψίχουλα είναι μωρέ, 20.000€ δίνω για το αμάξι»), θα ξέρετε πως το μυαλό σας μπορεί να ακολουθεί έναν επικίνδυνο για την τσέπη σας τρόπο σκέψης (mental accounting). Για τον λόγο αυτό, καλό είναι να σκεφτείτε λίγο παραπάνω αν όλα αυτά τα επιπλέον αξεσουάρ αξίζουν τα χρήματά τους. Ίσως μπορείτε να ξοδέψετε αυτό το χρηματικό ποσό σε κάτι άλλο, που θα σας φανεί πολύ πιο χρήσιμο και θα σας προσφέρει σημαντικά μεγαλύτερη ικανοποίηση!
Σημείωση: η ιδέα για το τελευταίο παράδειγμα προέρχεται από την διάλεξη Mental Accounting and Expenditures του διαδικτυακού μαθήματος Behavioral Finance, το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ.
*Η έννοια της διαφοροποίησης ήταν γνωστή πολλά χρόνια πριν, αλλά το επιστημονικό έργο του Markowitz προσέφερε ένα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο και βοήθησε στη θεμελίωση της Σύγχρονης Θεωρίας Χαρτοφυλακίου. Για μια ανάλυση της πρώιμης ιστορίας της θεωρίας χαρτοφυλακίου δείτε Markowitz (1999).
Ο Ορέστης Βραβοσινός είναι τελειόφοιτος φοιτητής χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Επαγγελματικός του στόχος είναι η ακαδημαϊκή ενασχόληση με την έρευνα και την διδασκαλία των οικονομικών, ενώ τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εκτείνονται – μεταξύ άλλων – στους τομείς των Συμπεριφορικών και Πειραματικών Οικονομικών. Τα αποτελέσματα των πρώτων του ερευνητικών εγχειρημάτων έχουν παρουσιαστεί σε επιστημονικά συνέδρια, περιοδικά και ιστοσελίδες και έχουν βραβευθεί σε διαγωνισμούς.
Μπορείτε να τον βρείτε στο LinkedIn.
Πηγές
Altman, M. (2012). Implications of behavioural economics for financial literacy and public policy. The Journal of Socio-Economics, 41(5), pp.677-690.
Estelami, H. (2009). Cognitive drivers of suboptimal financial decisions: Implications for financial literacy campaigns. Journal of Financial Services Marketing, 13(4), pp.273-283.
Loerwald, D. and Stemmann, A. (2016). Behavioral Finance and Financial Literacy: Educational Implications of Biases in Financial Decision Making. In: C. Aprea, E. Wuttke, K. Breuer, N. Koh, P. Davies, B. Greimel-Fuhrmann and J. Lopus, ed., International Handbook of Financial Literacy, 1st ed. Springer Singapore, pp.25-38.
Markowitz, H. (1999). The Early History of Portfolio Theory: 1600-1960. Financial Analysts Journal, 55(4), 5-16.
Rasiel, E. & Forlines, J. (2016). Mental Accounting and Expenditures. Lecture, Behavioral Finance by Duke University on coursera.org.
Shen, N. (2014). Consumer rationality/irrationality and financial literacy in the credit card market: Implications from an integrative review. Journal of Financial Services Marketing, 19(1), pp.29-42.